ΝΤΗΤΕΡ ΧΕΝΡΙΧ

Από τους διαπρεπέστερους σύγχρονους Γερμανούς φιλοσόφους, ο Dieter Henrich γεννήθηκε στις 5 Ιανουαρίου 1927 στο Μαρβούργο. Σπούδασε φιλοσοφία, ιστορία και κοινωνιολογία στα Πανεπιστήμια του Μαρβούργου, της Φραγκφούρτης και της Χαϊδελβέργης, όπου το 1950 ολοκλήρωσε υπό την εποπτεία του Χανς-Γκέοργκ Γκάνταμερ τη διδακτορική του διατριβή για την Ενότητα της επιστημολογίας του Μαξ Βέμπερ. Μετά τη συγγραφή της διατριβής του επί υφηγεσία με θέμα Αυτοσυνειδησία και ηθικότητα δίδαξε ως τακτικός καθηγητής στo Βερολίνο και στη Χαϊδελβέργη. Από το 1981 μέχρι το 1994, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε, κατείχε την έδρα της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου. Δίδαξε επίσης ως επισκέπτης καθηγητής σε πανεπιστήμια όπως το Χάρβαρντ, το Κολούμπια και το Γέιλ. Ξεχωριστή εντύπωση προκάλεσαν οι παραδόσεις στο Χάρβαρντ, από τις οποίες προέκυψε τούτο το βιβλίο. Στο ενεργητικό του ο Χένριχ έχει πλουσιότατο συγγραφικό έργο από το οποίο ξεχωρίζουν οι πραγματείες Ο Χέγκελ στα συμφραζόμενα (1971), Ταυτότητα και αντικειμενικότητα (1976), Συγκλίνουσες γραμμές. Φιλοσοφικά δοκίμια (1982), Το θεμέλιο στη συνείδηση. Έρευνες στη σκέψη του Χαίλντερλιν (1992), Έργα εν τω γίγνεσθαι. Περί της γενέσεως φιλοσοφικών επιγνώσεων (2011) και Είναι ή μηδέν. Έρευνες γύρω από τον Μπέκετ και τον Χαίλντερλιν (2016). Για το συγγραφικό του έργο έχει τιμηθεί με σημαντικές διακρίσεις.

 

Στα κείμενά του ανιχνεύει τη δυνατότητα μιας μεταφυσικής συμβατής με το πνεύμα της κριτικής φιλοσοφίας του Καντ. Η μεταφυσική τούτη οφείλει να εκκινεί από μια στηριζόμενη στις συναφείς αναλύσεις του Fichte θεωρία της αυτοσυνείδητης υποκειμενικότητας, ώστε να δύναται να εντάξει στη θεωρητική προοπτική της τη συμφιλιωτική ισχύ της φαινομενολογίας του Χέγκελ, των ύμνων του Χαίλντερλιν και των συμφωνιών του Μπετόβεν. Οι έρευνες του Χένριχ κατορθώνουν αφενός να αποδεσμεύσουν την αυτοσυνειδησία (cogito), το μείζον θέμα της φιλοσοφίας της νεωτερικότητας, από τη θεμελιωτική της αξίωση –η αυτοσυνειδησία δεν εκλαμβάνεται πλέον ως η καταγωγική αρχή όλων των εναργών προτάσεων και όλων των βασικών κανονιστικών αρχών– και αφετέρου να την αναζωογονήσουν με τη δύναμη ενός προνομιακού φιλοσοφικού ερωτήματος. Από την απάντηση του επίμαχου ερωτήματος φαίνεται να κρίνεται εάν έχουμε αυτονομηθεί από τον φιλοσοφικό λόγο της νεωτερικότητας με αποτέλεσμα να είμαστε έτοιμοι να υποταχθούμε σε μιαν αμιγώς νατουραλιστική θεωρία ή εάν στην οριστική αποδοχή του «θανάτου του υποκειμένου» και στην απαγκίστρωση των θεμελιακών προβλημάτων της ύπαρξης από την αναφορά σε ένα αυτοσυνείδητο ον διακυβεύεται μια ουσιώδης πτυχή της νεωτερικής αυτοεννόησής μας.

ΑΠΟ ΤOΝ ΙΔΙO ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ