Ὁ Étienne Gilson (1884–1978) γεννήθηκε καὶ σπούδασε στὸ Παρίσι. Δίδαξε, μεταξὺ ἄλλων, στὰ πανεπιστήμια τῆς Σορβόννης καὶ τοῦ Χάρβαρντ καὶ στὴ συνέχεια κατέλαβε τὴν ἕδρα μεσαιωνικῆς φιλοσοφίας τοῦ Κολλεγίου τῆς Γαλλίας. Ὑπῆρξε ἱδρυτὴς τοῦ Ποντιφικοῦ Ἰνστιτούτου Μεσαιωνικῶν Σπουδῶν τοῦ Τορόντο. Τὸ 1946 ἐξελέγη μέλος τῆς Γαλλικῆς Ἀκαδημίας. Ἀναγνωρίζεται εὐρύτατα ὡς ὁ μεγαλύτερος ἱστορικὸς τῆς μεσαιωνικῆς φιλοσοφίας στὸν 20ὸ αἰώνα. Τὸ Πνεῦμα τῆς μεσαιωνικῆς φιλοσοφίας (L’esprit de la philosophie médiévale, 1932, 21943) —μαζὶ μὲ τὸ Ὂν καὶ ἡ Οὐσία (L’Etre et l’Essence, 1948), τὸ ὁποῖο ἐπίσης ἐκδόθηκε στὰ ἑλληνικὰ τὸ 2016 ἀπὸ τὶς Πανεπιστημιακὲς Ἐκδόσεις Κρήτης— ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ σημεῖα ἀναφορᾶς τοῦ φιλοσοφικοῦ του ἔργου. Ἄλλα σημαντικὰ ἔργα του: Introduction à l’étude de Saint Augustin(1929), The Unity of Philosophical Experience(1937), Jean Duns Scot, introduction à ses positions fondamentales (1952), La Philosophie au Moyen-âge(1962), Le Thomisme (1964).