Όταν ο Προμηθέας έφερνε τη φωτιά στους ανθρώπους, παρότι θεός, δεν μπορούσε να φανταστεί τι θα έκαναν οι άνθρωποι με αυτή και εξαιτίας της. Μπορεί να την τιθάσευσαν και να την χρησιμοποίησαν σε εξημερωμένη μορφή για να φτιάξουν τεχνολογία και να ξεφύγουν από τα δεσμά της άγριας ζωής αλλά να που λίγες χιλιάδες χρόνια μετά, την χρησιμοποιούν και πάλι στην πιο αγνή, ακατέργαστη μορφή της, για να καταστρέψουν τη φύση που τους πρόσφερε τόσα. Κι αν τον ελευθέρωσε ο Ηρακλής, ο κατεξοχήν ήρωας την ανθρώπινης πάλης με την άγρια φύση, αυτός σκυφτός επέστρεψε στον βράχο του μάταια καλώντας το εξαφανισμένο πια αρπακτικό να του σκίσει το συκώτι.

Κι όχι η φύση δεν εκδικείται, η φύση δεν είναι πρόσωπο, δεν έχει σκοπό και μέσα. Αυτό που κατακαίει σήμερα τον σπουδαίο βιότοπο της Δαδιάς, που έχει κάψει τον Ταΰγετο, την Πάρνηθα και τόσα όμορφα δασωμένα βουνά μας, είναι δικό μας δημιούργημα, είναι το αποτέλεσμα της περιορισμένης σωφροσύνης ενός είδους που αυτάρεσκα αυτοθαυμάζεται ως «σοφό».

Τα θερινά ‘έκτακτα δελτία ειδήσεων’ για τις πυρκαγιές σε δασικές εκτάσεις δεν θα έπρεπε να ονομάζονται ‘έκτακτα’. Όταν κάτι επαναλαμβάνεται τακτικά και, μάλιστα, προβλέπεται μέσα από ισχυρά αιτιοκρατικά μοντέλα, κάθε άλλο παρά ‘έκτακτο’ μπορεί να είναι. Αντιθέτως, κάπως σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία, είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα των όσων κάνουμε (και δεν κάνουμε) εμείς οι άνθρωποι. Κι όχι μόνον όσα κάνουμε τα καλοκαίρια, με ανέμους και καύσωνες, αλλά κι όσα πράττουμε συνεχώς με εντεινόμενους ρυθμούς.

Για τους επιστήμονες οικολόγους (πόσο κρίμα που πρέπει ακόμα να κάνουμε αυτή την επεξήγηση) είναι γνωστό ότι η φωτιά είναι συνιστώσα των περισσότερων τύπων μεσογειακού οικοσυστήματος. Πολλά στοιχεία τους μάλιστα έχουν εξελίξει ειδικές προσαρμογές για να αντιμετωπίζουν ή και να εκμεταλλεύονται τη δράση της φωτιάς προς όφελός τους. Αυτά τα μεσογειακά οικοσυστήματα κυριαρχούν στο μεγαλύτερο μέρος μια ζώνης αρκετών χιλιομέτρων γύρω από τη Μεσόγειο και φθάνουν μέχρι και σε αρκετά μεγάλο υψόμετρο στις νοτιότερες περιοχές. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, όλες οι εκτάσεις μέχρι και ένα ύψος 1.000-1.500 μέτρων περίπου στα βουνά, εκτός από ορισμένες περιοχές στη βόρεια Ελλάδα, ανήκουν σε κάποια τέτοια υποδιαίρεση της μεσογειακής βλάστησης. Πιο κοινή βλάστηση τέτοιου τύπου είναι οι αείφυλλοι σκληρόφυλλοι θάμνοι (η λεγόμενη μακία βλάστηση), τα δάση χαλέπιας και τραχείας πεύκης, κάποια φυλλοβόλα δάση με βελανιδιές, και οι εκτάσεις με χαμηλούς θάμνους και αρωματικά φυτά που αποκαλούμε φρύγανα. Τα είδη των φυτών που ζουν εκεί αντιμετωπίζουν τα θερμά και ξηρά καλοκαίρια της κλιματικής μας ζώνης με μια σειρά από προσαρμογές που, ταυτόχρονα, τα καθιστούν και πιο επιρρεπή στις πυρκαγιές, όπως για παράδειγμα οι μεγάλες ποσότητες νεκρής (άρα και ξηρής) φυτομάζας και κάποιες εύφλεκτες ουσίες στα φύλλα και τους κορμούς (π.χ. ρητίνες). Ταυτόχρονα, αρκετές μελέτες που έχουν γίνει σε τέτοια οικοσυστήματα έπειτα από πυρκαγιές, δείχνουν ότι η ποικιλότητα αρκετών ομάδων ζώων αυξάνεται μετά τη φωτιά, έως ότου επιστρέψει στα πρότερα, κάπως χαμηλότερα, επίπεδα όταν (και αν) το δάσος επανέλθει.

Τότε μήπως αντιφάσκω με όσα ανέφερα παραπάνω; Μήπως δεν θα πρέπει να μας ανησυχούν και τόσο οι πυρκαγιές; Κάθε άλλο! Αφού παραπάνω αναφέρθηκα σε κάποια γενικά χαρακτηριστικά των οικοσυστημάτων της περιοχής του πλανήτη όπου έτυχε να ζούμε, ας δούμε τώρα την πραγματική κατάσταση από πιο κοντά.

Οι προσαρμογές που αναφέραμε και οι διαδικασίες επανάκαμψης της βλάστησης αφορούν πυρκαγιές που συμβαίνουν σε μικρή συχνότητα στον χρόνο και είναι χαμηλής ή μέσης έντασης. Το πόσο «μικρή» είναι αυτή η συχνότητα μπορεί να εκτιμηθεί σε σχέση με τον χρόνο που απαιτούν οι διαδικασίες επανάκαμψης και η διάρκεια ζωής των ίδιων των φυτών. Εν ολίγοις, αναφερόμαστε σε πυρκαγιές που εκδηλώνονται σε κλίμακα αιώνα ή έστω αρκετών δεκαετιών. Επιπλέον, τα μεσογειακά οικοσυστήματα δεν εξελίχθηκαν σε συνθήκες εκτεταμένης γενικής αποδάσωσης, αυξημένων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα και πλήθους άλλων πιέσεων που ασκεί διαρκώς ο άνθρωπος στη βιόσφαιρα. Και, φυσικά, παρότι έχουμε μελετήσει ορισμένες ομάδες οργανισμών, είναι πολύ μεγάλος ο αριθμός των οργανισμών εκείνων για τους οποίους δεν γνωρίζουμε πώς αποκρίνονται στις πυρκαγιές. Τέλος, εκτός από τη συνολική βιοποικιλότητα, έχει συχνά τεράστια σημασία και η ταυτότητα των οργανισμών που την απαρτίζουν. Έτσι, από τη μια δεν μπορούμε καν να εκτιμήσουμε πόσοι οργανισμοί συνολικά έχουν χαθεί σε κάθε πυρκαγιά, ακόμα και σε εκείνες που εκδηλώνονταν πριν από την ανθρώπινη παρουσία, κι από την άλλη, γνωρίζουμε ότι σε συγκεκριμένες περιπτώσεις κινδυνεύουν πολύ σημαντικά είδη, όπως ο μαυρόγυπας και κάποιοι αετοί σήμερα στη Δαδιά, τα οποία έχουμε μειώσει ούτως ή άλλως με πολλούς άλλους τρόπους. Δηλαδή, δεν μπορούμε σήμερα να μιλάμε για τις πυρκαγιές ωσάν να συμβαίνουν σε μια μεριά ενός εν γένει αδιατάρακτου, πλούσιου φυσικού περιβάλλοντος.

Επιπρόσθετα, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι ακόμα κι όταν επιτευχθεί επανάκαμψη ενός δάσους, αυτό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι επανέρχονται σε αυτό όλα τα είδη των οργανισμών που προϋπήρχαν! Ειδικά σε περιπτώσεις στις οποίες δεν παραμένουν άκαυτες περιοχές του ίδιου οικοσυστήματος σε κοντινή απόσταση, οι οποίες θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως πηγές τροφοδοσίας για την επανάκαμψη, είναι πιθανό να χάνονται οριστικά κάποιες συνιστώσες της βιοποικιλότητας. Κάποιες δεν θα τις μάθουμε ποτέ, όπως πολλά έντομα και άλλα αρθρόποδα, σκώληκες, μύκητες και μικροοργανισμούς, αφού δεν γνωρίζουμε καν τη βιοποικιλότητα του τόπου μας. Κι ούτε φαίνεται να μας ενδιαφέρει και πολύ, παρά τα μεγάλα λόγια και κάποιες δράσεις για έναν ελάχιστο αριθμό «χαρισματικών» ειδών. Η συντριπτική πλειονότητα της βιοποικιλότητας αφορά ασπόνδυλα ζώα και μικροοργανισμούς για τους οποίους δεν υπάρχει και ιδιαίτερο κοινωνικό ενδιαφέρον (για να το διατυπώσουμε ήπια).

Αλλά σε κάθε περίπτωση, οι συνολικές ανθρωπογενείς πιέσεις και οι πολύ μεγαλύτερης συχνότητας και έντασης πυρκαγιές που εκδηλώνονται σήμερα, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για επανάκαμψη ούτως ή άλλως, και γενικά μειώνουν τις δυνατότητες τροφοδοσίας των καμένων εκτάσεων από άκαυτες γειτονικές.

Οι συχνές και εκτεταμένες πυρκαγιές, επίσης, δημιουργούν έναν βρόχο «θετικής ανάδρασης» με την κλιματική αλλαγή, καθώς υποβοηθούνται από αυτήν αλλά και συμβάλλουν περαιτέρω στην ενίσχυσή της μέσα από τις μεγάλες ποσότητες ενώσεων του άνθρακα που απελευθερώνονται στην ατμόσφαιρα εξαιτίας τους. Ταυτόχρονα, αλλοιώνουν το κλίμα και σε τοπικό επίπεδο, αφού η αυξημένη έκθεση στο ηλιακό φως αυξάνει τοπικά τη θερμοκρασία και μειώνει την υγρασία.

Οι επιπτώσεις στη διάβρωση του εδάφους είναι αρκετά γνωστές. Οπωσδήποτε, είναι πολύ πιο έντονες σε ορεινές περιοχές με μεγάλες κλίσεις, όπως το μεγαλύτερο μέρος της χώρας μας στο οποίο παραμένει δασική κάλυψη. Η γρήγορη αποκατάσταση της βλάστησης μπορεί να μειώσει τη διάβρωση, αν δεν συμβεί νέα πυρκαγιά σε σύντομο χρονικό διάστημα. Αποκατάσταση μπορεί να συμβεί με φυσικό τρόπο, εφόσον και πάλι, δεν εκδηλωθεί νέα πυρκαγιά σύντομα, και εφόσον η ένταση της πυρκαγιάς δεν ήταν πολύ μεγάλη ώστε να καταστρέψει την «τράπεζα σπερμάτων» στο έδαφος, δηλαδή, τα σπέρματα των φυτών που έχουν προσαρμοστεί στη φωτιά και μπορούν να δώσουν νέα αρτίβλαστα μετά τις πρώτες φθινοπωρινές βροχές. Κάποια ποώδη φυτά μπορούν να αναπαραχθούν ήδη μέσα στο πρώτο έτος μετά τη φωτιά, ενώ τα πεύκα χρειάζονται 6-8 χρόνια. Σε γενικές, γραμμές, ένα πευκοδάσος χρειάζεται κάπου 3-4 δεκαετίες για να επανέλθει σε επαρκώς καλή κατάσταση, εφόσον ενδιάμεσα δεν σημειωθεί άλλη διαταραχή. Κι όταν αναφερόμαστε σε διαταραχή, δεν εννοούμε μόνο τη φωτιά αλλά και τη βόσκηση, την καταπάτηση κ.λπ.

Δυστυχώς, όμως, οι τάσεις που βλέπουμε τα τελευταία χρόνια είναι εξαιρετικά ανησυχητικές. Δεν καίγονται πλέον μόνο τα επιρρεπή μεσογειακά οικοσυστήματα αλλά και άλλες διαπλάσεις, όπως ψυχρόβια κωνοφόρα και φυλλοβόλα μεγαλύτερων υψομέτρων. Παράλληλα, τόσο η συχνότητα όσο και ο αριθμός των πυρκαγιών αυξάνονται και οι προβλέψεις για το μέλλον είναι ακόμα πιο δυσοίωνες. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ευρωπαϊκού Συστήματος Πληροφόρησης για τις Δασικές Πυρκαγιές (EFFIS), τη δεκαπενταετία από το 2006 έως το 2021, κάθε χρόνο στην Ελλάδα καίγεται κατά μέσο όρο μια έκταση ίση με εκείνη της Σάμου περίπου και είναι η δεύτερη χώρα στην Ευρώπη, μετά την Πορτογαλία, σε ποσοστό καμένης έκτασης, με την Κύπρο να έρχεται τρίτη στην τραγική αυτή σειρά.

Ανεξάρτητα από την ακριβή αιτία κάθε πυρκαγιάς, είτε αυτή οφείλεται σε κακόβουλο εμπρησμό είτε σε «ατύχημα», από τη σκοπιά της οικολογίας στη συντριπτική πλειονότητά τους είναι ανθρωπογενείς. Έχουμε πλέον φύγει οριστικά από τον φυσικό κύκλο των μεσογειακών οικοσυστημάτων. Μπορεί να έχει σημασία για τη δικαιοσύνη, την κοινωνία και την πολιτική το αίτιο κάθε πυρκαγιάς αλλά πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι όσο επεκτείνονται οι δραστηριότητές μας και οι απαιτήσεις μας από το φυσικό περιβάλλον εντείνονται, θα εκδηλώνονται διαρκώς πυρκαγιές σε υπερβολικά μεγάλη για τα οικοσυστήματα συχνότητα ή και σε συστήματα που δεν έχουν καν συνεξελιχθεί με τη φωτιά.

Έτσι, καθώς δεν προβλέπεται να μειωθεί σύντομα αυτή η επεκτατική και κτητική τάση μας, και εν όψει της ταχύτατα επιδεινούμενης κλιματικής αλλαγής, οφείλουμε να λάβουμε σοβαρά μέτρα για την πρόληψη και την άμεση καταστολή των πυρκαγιών. Ακόμα σημαντικότερος, όμως, είναι ο μακροπρόθεσμος σχεδιασμός που θα πρέπει να εξαλείψει μεγάλο μέρος των βαθύτερων αιτίων τους. Το τελευταίο είναι και το πιο δύσκολο, αφού απαιτεί αλλαγή κοσμοειδώλου, πολιτικής, οικονομικού μοντέλου ανάπτυξης, κοινωνικών δομών και προτεραιοτήτων από το σύνολο της κοινωνίας.

Στο πλαίσιο της πρόληψης και της άμεσης καταπολέμησης, είναι αναγκαίο να οργανωθούν καλύτερα όλες οι σχετικές υπηρεσίες, να εφαρμοστούν σύγχρονα συστήματα ανίχνευσης, να στελεχωθούν με εκπαιδευμένο προσωπικό οι υπηρεσίες που συμμετέχουν στην πυρόσβεση και να ενημερωθούν σωστά οι τοπικές κοινωνίες που μπορούν να έχουν τεράστια συμβολή και στην πρόληψη και στην ταχεία επέμβαση.

Μετά τις πυρκαγιές, είναι αναγκαίο τα μέτρα που θα λαμβάνονται να βασίζονται σε εκτιμήσεις ειδικών και όχι σε επικοινωνιακού χαρακτήρα παρεμβάσεις. Εφόσον και όπου κριθεί ότι χρειάζεται αναδάσωση, αυτή θα πρέπει να γίνεται πολύ προσεκτικά, από ειδικά εκπαιδευμένο προσωπικό και μόνο με τα κατάλληλα για την εκάστοτε περιοχή είδη. Και, φυσικά στις αναγεννώμενες περιοχές θα πρέπει να απαγορεύεται κάθε οικιστική παρέμβαση ή άλλη δραστηριότητα, όπως η βόσκηση, το κυνήγι, η διάνοιξη δρόμων κ.λπ., εκτός φυσικά από εκείνες που αφορούν την επανάκαμψη του δάσους (π.χ., υποβοηθητικές ενέργειες, επιστημονική έρευνα κ.ά.), κι αυτό για αρκετές δεκαετίες.

Το δυσκολότερο, οπωσδήποτε, είναι να σχεδιαστεί μακροπρόθεσμη πολιτική, αφού αυτή θα πρέπει να συγκρουστεί με πλήθος μικρών και μεγάλων συμφερόντων, με τη βραχυπρόθεσμη για οικολογικά συστήματα πολιτική πραγματικότητα των ανά τετραετία, το μέγιστο, κυβερνητικών αλλαγών και με πολλές καλά εγκατεστημένες αξίες στο μυαλό των περισσότερων ανθρώπων. Ο πλανήτης, όμως, έχει φθάσει σε σημείο που δεν θυμίζει σε τίποτε οτιδήποτε υπήρξε στο παρελθόν. Δεν μπορούμε να ανατρέχουμε πια σε παραδοσιακές γνώσεις και πρακτικές πια. Οι άνθρωποι, έχοντας πλέον φθάσει κοντά στα 8 δισεκατομμύρια, με αυξανόμενες απαιτήσεις για πόρους, αγαθά, μετακινήσεις, ενέργεια, ασκούμε τεράστια και διαρκή πίεση σχεδόν σε κάθε σημείο του πλανήτη. Οι πυρκαγιές είναι μία μόνο από τις πολλές καταστρεπτικές για τους υπόλοιπους οργανισμούς, κι εντέλει και για μας τους ίδιους, δραστηριότητες, της οποίας οι μεσο-μακροπρόθεσμες επιπτώσεις δεν γίνονται καλά αντιληπτές από τους περισσότερους. Η καταστροφή σπιτιών και περιουσιών είναι όντως λυπηρή και σημαντική, αλλά οι αθροιστικές επιπτώσεις των πυρκαγιών για το μέλλον του πλανήτη είναι ακόμα πιο τραγικές και συμβάλλουν σε εν δυνάμει πολλή περισσότερη δυστυχία στο μέλλον, αν δεν κινηθούμε με αποφασιστικότητα σήμερα, που είναι ήδη αρκετά αργά.

*Ο Σπύρος Σφενδουράκης είναι καθηγητής Οικολογίας και Βιοποικιλότητας στο Τμήμα Βιολογικών Επιστημών (Πανεπιστήμιο Κύπρου)

Περισσότερες πληροφορίες

ΜΕΧΡΙ 31/03 ΤΑ ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΑ ΔΩΡΕΑΝ!